DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stòlpe [stål`pe] n ~n stolpar
agric. φουρκάδες; στύλοι m; πάσσαλοι; πάσσαλος αμπέλου; σιδηροπάσσαλοι υποστυλώσεως πρέμνων; στήριγμα αμπέλου; στυλιάρια f
agric., industr., construct. υποστύλωμα f
el. ιστός m; ιστός αναρτήσεως; πυλώνας αναρτήσεως; πυλώνας ηλεκτρικών γραμμών; πύργος αναρτήσεως
fish.farm. πλευρά βρόχου; πλευρά ματιού
forestr. στύλος; πάσσαλος m
industr., construct. παραστάτης; υποστήριγμα f
-stòlpe n
forestr. ορθοστάτης (ξύλινης στέγης)