DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sats n ~en ~er
gen. θέση
comp., MS όρος
construct. ανάμιγμα
environ. διατριβή
IT δεσμίδα f; θεώρημα
IT, tech. εντολή; πρόταση
met. παρτίδα f
-sats n
forestr. επιτόκιο m