DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
protokóll [-kål´] n ~et; pl. ~
gen. πρακτικά f; πρακτικό m
IT πρωτόκολλο Ν
law πραγματογνωμοσύνη
stat. πρωτόκολλο m
N-protokóll n
IT πρωτόκολλο m; πρωτόκολλο Ν