DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
övervakningsstation n
commun. σταθμός επιτήρησης; σταθμός μηνύτορα
commun., IT μηνύτορας f
environ. σταθμός παρακολούθησης; σταθμός παρακολούθησης ελέγχου