DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
överkoppling n ~en ~ar
commun. μεταπομπή; μεταπέμπω
el. μεταβατική ζεύξη
transp., el. μεταγωγή; μεταλλαγή; μεταφορά σηματοδοσίας