DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
överhörning n ~en
commun., IT παρεμβολή ακουστικών συχνοτήτων; παρεμβολή
el. γρήγορη διαφωνία; ταχεία συνακρόαση; αμοιβαία σύζευξη; παρασιτική σύζευξη; αμοιβαία παρεμβολή; παρεμβολή διαφωνίας