DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
överhöjning n
life.sc., construct. επίκλιση; εγκαρσία υπερύψωσις
transp. αρνητικό βέλος; κύρτωμα f; υπερύψωση
transp., construct. κύρτωμα στέψεως αναχώματος; καμπύλωση στέψεως αναχώματος; κατά πλάτος κύρτωσις οδοστρώματος