DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
överfyllning n
earth.sc., mech.eng. υπερπλήρωση με ψυκτικό μέσο; υπερφόρτωση
industr., construct., chem. Mεγάλο πακετάρισμα; συσκευασία σε μεγάλο μέγεθος
mech.eng. υπερπλήρωση; υπερτροφοδοσία f