DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
överflyttning n ~en ~ar
gen. μετάταξη
commun. αυτόματη μεταβίβαση συνδιάλεξης; πλήρης μεταφορά κλήσεων; Εμφανής Μεταφορά Κλήσης