DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
överförande n
law μεταγωγή
ö̀verföra v
comp., MS μεταβιβάζω
econ., pharma. μεταδίδω
forestr. μεταφορά
IT, tech. μετακινώ; μεταφέρω