DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | adjective
öppnare n ~n; pl. ~, best. pl. öppnarna
tech., industr., construct. ανοικτικό μηχάνημα
textile ανοικτικό-καθαριστικό μαλλιού; λύκος m
ö̀ppen adj. öppet öppna
gen. ακάλυπτoς
comp., MS ανοιχτός
ö̀ppet adj.
gen. ανοικτά