DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ök n ~et; pl. ~
nat.sc., agric. παλιάλογο
ok n ~et; pl. ~
gen. εντάξει m
agric. ζυγός τραχήλου
el. ζυγός m; ζύγωμα
transp., mech.eng. γωνιωτό ζύγωθρο; γωνιωτός μοχλοβραχίονας; ζύγωθρο
ö̀ken [ö´ken] n öknen öknar
econ. έρημος f