DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ö̀vervakning n ~en ~ar
gen. συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση
account. εποπτεία m
agric. φύλαξις
environ. έλεγχος m; επιτήρηση; επαγρύπνηση; έλεγχος/ρύθμιση/χειρισμός/χειριστήριο/επαλήθευση m; παρακολούθηση/έλεγχος; Επιτήρηση; επιτήρηση/επαγρύπνηση
fish.farm. εποπτεύουσα αρχή
h.rghts.act., IT επίβλεψη με μεθόδους κυβερνητικής
tech., mech.eng. παρακολούθηση