DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ö̀verträdelse n ~n ~r
gen. εκχώρηση
environ. παραβίαση; περίπτωση μη συμμόρφωσης; παράβαση/παραβίαση/κάταγμα
h.rghts.act. αδίκημα f
insur. εσφαλμένη τήρηση του νόμου
law παράβαση; περίπτωση παράβασης; κατάσταση παράβασης