DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ö̀versvämning n ~en ~ar
gen. εκχείλιση
agric., construct. κατάκλυσις m
earth.sc., construct. υπερχείλισις
econ. πλημμύρα f
environ. πλημύρα f; κατακλυσμός m; πλημυρίδα f; κατάκλυση; επίπλευση; πλημύριση; υπερχείλιση; πρόσχωση
life.sc. εκχείλισις
mech.eng. υπερτροφοδοσία f; υπερπλήρωση