DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ö̀verslag n ~et; pl. ~
earth.sc. διάσπαση
el. διακοπή; επιφανειακή εκκένωση
stat., earth.sc. εκκένωση μέσω διηλεκτρικού; υπερπήδηση