DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ö̀verskott n ~et; pl. ~
gen. καταλειπόμενον πλεόνασμα; περίσσεια m
environ. πλεόνασμα f
fin. υπόλοιπο m
industr., construct. το υφάδι της επάνω πλευράς των διπλών υφασμάτων
market. οικονομικό πλεόνασμα
stat., environ. πλεονάζον; υπερβάλλον