DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
ö̀verklagande n
cust. δικαίωμα προσφυγής
environ. έφεση
law προσφυγής; ένσταση m; ανακοπή; ένδικο μέσο; προσφυγή
law, tech., patents. διαδικασία προσφυγής
polit., law άσκηση εφέσεως; αίτηση αναιρέσεως
proced.law., fin. απαίτηση
ö̀verklagande EU n
econ. προσφυγή στη δικαιοσύνη (ΕE)
överklaganden n
IT προσφυγές
ö̀verklaga v
gen. επικαλούμαι
law ασκώ έφεση; ασκώ ένδικο βοήθημα