DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ö̀vergångsställe n ~t ~n
construct., mun.plan., commer. διάβαση πεζών; διάβαση πεζών με διαγράμμιση
environ. δίοδος m; περιοχή διέλευσης; δίοδος/περιοχή διέλευσης