DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ö̀vergång n ~en ~ar
gen. υπέρβαση; μεταβολή
chem. μετάπτωση
comp., MS εναλλαγή
earth.sc., transp. παράλληλη μετατόπιση σε ακόρυση
el. προσαρμοστής
IT, el. επαφή; σύνδεση
met. μεταβατική περιοχή
transp. μετάβαση; μεταβατική φάση; μεταβατικό στάδιο; αλλαγή μεταφορικού μέσου