DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ö̀verensstämmelse n
environ. έγκριση (τύπου); άδεια; αποδοχή; επιβεβαίωση; επικύρωση; έγκριση τύπου/επικύρωση/επιβεβαίωση/αποδοχή/άδεια
math. συμμόρφωση
tech., mater.sc. εκπλήρωση συμβάσεως