DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ö̀verenskommelse n
econ., IT, lab.law. σύμβαση; συνθήκη
environ. συμφωνία; συμφωνία νομικός όρος
law διευθέτηση; συναίνεση; συγκατάθεση
law, commer., polit. διακανονισμός m
law, lab.law. σύμφωνο m