DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ö̀ppning n ~en ~ar
commun. διάδρομος μεταφοράς; διάδρομος απόθεσης
health. άνοιγμα διαρροής ήχου
industr., construct. άνοιγμα f; άνοιγμα του βαμβακιού από δέμα σε φλόκο-νιφάδες; λύκος m