DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
verb | adjective
ö̀ppna v
gen. καθιστώ ικανό; αποκαθιστώ ικανό; θέτω σε υπηρεσία; ανοίγω
ö̀ppen adj. öppet öppna
gen. ακάλυπτoς
comp., MS ανοιχτός
ö̀ppet adj.
gen. ανοικτά