DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
öglor n
gen. θηλειές m; κουμπότρυπες m
ö̀gla [ö`gla el. ög`la] v
el. βόστρυχος
forestr. βρόγχος
tech., industr., construct. θηλιά νήματος; θηλιά; μπούκλα
textile θηλειά