DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ö̀ga n ~t; pl. ögon, best. pl. ögonen
gen. δίνη,στρόβιλος
agric., mech.eng. οφθαλμόςμάτι
fish.farm. κρίκος αγκιστριού; μάτι αγκιστριού
industr., construct., met. άνοιγμα καυστήρα
med. μάτι (oculus); οφθαλμός (oculus)