DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
återtagande n ~t
gen. ανάληψη
environ. εξυγίανση; ποιοτική αποκατάσταση
immigr. επανεισδοχή
återta v
gen. ανακαλώ
comp., MS επαναφορά