DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
återställ v
comp., MS επαναφορά
å̀terställa v
gen. αποκαθιστώ
comp., MS επαναφορά; αποκαθίσταμαι; επαναφέρω
el. άρση των ασφαλίσεων των διακοπτών εις την ανοικτή θέση
fin. ρευστοποιώ; κλείνω
mech.eng. επαναρυθμίζω; διορθώνω τη ρύθμιση
Återställ v
comp., MS Μηδενισμός