DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
återföring n ~en ~ar
el. χειροκίνητο στοπ; χειροκίνητος μηχανισμός διακοπής
IT, earth.sc. ανάδραση; ανατροφοδότηση
law δικαίωμα ανάκτησης από τον ιδιοκτήτη
market. ακύρωση εγγραφής