DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun
ås n ~en ~ar
earth.sc. ράχη; κορυφογραμμή,ή ράχις; ασεισμική ράχη
el. κέρατα ενός αυλακιού
forestr. κορυφογραμμή
mater.sc., construct. τραβέρσα f; οριζόντια δοκός
å n ~n ~ar
gen. από
environ. ρυάκι; κολπίσκος/ρυάκι m
forestr. ρέμα f
än n
gen. ακόμη; παρά; σε σύγκριση με