DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ångrör n ~et; pl. ~
el. σωληνωτός λέβητας; αυλός βραστήρας; αυλοσωλήνας; βραστήρας f; σωλήνας λέβητα; σωλήνας του λέβητος; σωληνωτός βραστήρας