DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ålkupa n
agric. κύρτος m; κοφινέλλο
fish.farm. κιούρτος για γαρίδες; παγίδα για χέλια
hobby, agric. κιούρτος για χέλια
nat.sc., agric. κιούρτος