DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ǻlder [ål´der] n ~n åldrar
environ. ηλικία f; εποχή (αρχαιολογική); περίοδος m (γεωλογική); ηλικία/περίοδος γεωλογική/εποχή αρχαιολογική