DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ǻker [å´ker] v åkte åkt
agric. χωράφι; τμήμα γης
earth.sc. αγρός αμειψισποράς
environ. ύπαιθρος; αγρός; πεδίο; περιοχή ορυχείου πετρελαιοπηγής
forestr. καλλιεργήσιμη γη
å̀ka v
gen. οδηγώ