DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
å̀tgärd n ~en ~er
gen. μέτρο m
commun. διορθωτικό μέτρο
comp., MS ενέργεια m; λειτουργία m
law, commer., polit. διακανονισμός m
Åtgärder n
comp., MS Ενέργειες m