DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
å̀teruppta v
gen. επαναλαμβάνω
comp., MS συνέχιση; ξεπαρκάρισμα
Å̀teruppta v
comp., MS Συνέχιση
återupptagande v
fin. επανάληψη συναλλαγών την επόμενη μέρα