DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
å̀terhämtning n ~en ~ar
gen. ανάκτηση
econ., market. ιδιάζουσα κατάσταση; οικονομική ανάκαμψη
health. ανάρρωση
IT αποκατάσταση συστήματος
med. ανάρρωσις
met. ανόπτηση αποκατάστασης