DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
å̀tagande n ~t ~n
gen. ανάληψη
fin. υποχρέωση; προσφορά ανάληψης υποχρέωσης; δέσμευση
law, commer. δεσμεύσεις ή διορθωτικά μέτρα
åtaganden n
fin. πράξεις αναλήψεως δαπανών