DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
äng n ~en ~ar
environ. ύπαιθρος m; λειμώνας f; λιβάδι; λειμώνας/λιβάδι f (pratum); αγρός m; πεδίο; περιοχή ορυχείου πετρελαιοπηγής