DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ä̀rm n
gen. μανίκι
àrm n ~en ~ar
gen. ίσιος m; μπράτσο m
agric. δίχτυ οδηγός
fish.farm. μπάντα m; φτερό m
industr. μοχλοβραχίων
IT κύριοι άξονες
IT, mech.eng. βραχίονας f
mech.eng. δοκός εργαλειοφορέα; ακτινικό μπράτσο