DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ä̀ndring n ~en ~ar
gen. μεταβολή
comp., MS επεξεργασία
econ. τροπολογία f
environ. εξαλλοίωση/μετατροπή/μετασκευή
pharma. τροποποίηση; τροποποίηση των όρων της άδειας κυκλοφορίας
ändringar n
account. μεταβολές f