DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ä̀gare n ~n; pl. ~, best. pl. ägarna
commun., IT ιδιοκτήτης σύνδεσης δικτύου; ιδοκτήτης; ιδιοκτήτης m
comp., MS κάτοχος m