DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ä̀ganderätt n ~en ~er
econ. ιδιοκτησία f
environ. κυριότητα f; δικαίωμα κυριότητας; δικαίωμα κυριότητας ιδιοκτησίας
law, fin., environ. ιδιοκτησία/κυριότητα f
law, h.rghts.act. δικαίωμα κυριότητος; δικαίωμα ιδιοκτησίας