DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
ä̀gande n ~t ~n
environ. ιδιοκτησία f; κυριότητα f
law, fin., environ. ιδιοκτησία/κυριότητα f
agar v ~de ~t
gen. άγαρ - άγαρ
chem. άγαρ; άγαρ-άγαρ
ä̀ga v
gen. κατέχω