DictionaryForumContacts

   Latvian
Google | Forvo | +
to phrases
uzraudzība n
gen. συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση
environ. έλεγχος; επαγρύπνηση
fin. παρακολούθηση; προληπτικός έλεγχος; προληπτική εποπτεία
invest. διατήρηση; διακράτηση
med. επιτήρηση
uzraudzība
: 54 phrases in 14 subjects
Banking2
Commerce1
Communications1
Construction3
Criminal law2
Economy4
Finances15
General4
Health care9
Immigration and citizenship1
Information technology2
Law4
Obsolete / dated3
Procedural law3