DictionaryForumContacts

   Latvian
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
tiesa n
environ. δικαστήριο m; ενώπιον της δικαιοσύνης; αυλή
Tiesa n
obs., polit., law Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
polit., law Δικαστήριο m
tiesas n
econ. δικαστήριο m
Tiesa ES n
econ. Δικαστήριο m (ΕΕ)
tiesājamais v
crim.law. κατηγορούμενος
Tiesa adj.
polit., law Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
tiesa
: 147 phrases in 19 subjects
Chemistry2
Commerce2
Criminal law5
Economics36
Environment17
Finances10
General3
Human rights activism4
Law30
Mechanic engineering3
Microsoft9
Obsolete / dated2
Patents1
Politics14
Procedural law3
Social science3
Taxes1
Transport1
United Nations1