DictionaryForumContacts

   Latvian
Google | Forvo | +
izpilddirektors adj.
busin., labor.org. διευθύνων σύμβουλος; πρόεδρος διοικητικού συμβουλίου
chem. εκτελεστικός διευθυντής
econ. διοικητικό στέλεχος