DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
zwellen v
gen. διαποτισμός; εμβάπτιση
coal., met. διαστολή; διόγκωση; ώθησις
construct. διόγκωσις
environ. αποθαλασσία; αύξηση της στάθμης των υδάτων; φουσκοθαλασσιά; φούσκωμα των νερών
opzwellen v
environ. ύβωμα/ύψωμα/γήλοφος/κυματισμός/φουσκοθαλασσιά
zwellen
: 1 phrase in 1 subject
Materials science1