DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
zwakzinnigheid f
health. ολιγοφρενία f; διανοητική καθυστέρηση; νοητική υστέρηση
med. ηλιθιότης m; βλακεία m; ευήθεια
obs., health. διανοητική ανεπάρκεια; ιδιωτεία m