DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
zuigeling m
environ. βρέφος; νήπιο
law, environ. βρέφος/νήπιο
med. βρέφος που θηλάζει; θηλάζον βρέφος; νήπιο ηλικίας μικρότερης του ενός έτους; βρεφικός θηλασμός; θηλασμός
social.sc., health. παιδί που θηλάζει
zuigeling
: 32 phrases in 3 subjects
Agriculture1
Food industry1
Medical30